- προσέρπω
- και δωρ. τ. ποθέρπω Α [ἕρπω]1. (κυριολ. και μτφ.) πλησιάζω έρποντας, σιγά-σιγά, αθόρυβα (α. «τόμβον προσεῑρπον ἆσσον», Σοφ.β. «τὰς προσερπούσας τύχας», Σοφ.γ. «τὸν προσέρποντα χρόνον», Πίνδ.)2. επέρχομαι («ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόοισι πνοαῑς», Πίνδ.)3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσέρποντο άδηλο μέλλον.
Dictionary of Greek. 2013.